Και ο «Παρατηρητής Αθμονέων» αντίκρισε το φως σαν σήμερα,
αλλά έμοιασε στον Γ. Καραϊσκάκη μόνο στο μπόϊ & στις βρισιές!!!
Χτικιάρης και κοντοπίθαρος, μια χαψιά μπόι, ίσα που
τον πιάνει το μάτι σου.
Μαυριδερός, επιπροσθέτως, γύφτος σωστός.
Και μπάσταρδος
παραστρατημένης καλογριάς από πάνω.
Κι αρρωστιάρης· τον βασανίζει η φθίση από
νεαρή ηλικία.
Το εν γένει παρουσιαστικό του απογοητεύει, δείχνει πως ο κάτοχός
του δεν προορίζεται για τα υψηλά και τα σπουδαία.
Κι όμως, στα μάτια του
τρεμοπαίζει μια παράξενη φλόγα, που, αν την προσέξεις καλά, μετατρέπεται σε
πυρκαγιά· μαρτυρά μεγαλείο ψυχής και μυαλό κοφτερό σαν λεπίδι.
Τη διακρίνει
πρώτος ο Κατσαντώνης και δεν λαθεύει.
Τον δέχεται στην ομάδα του, ανάμεσα στ’
ανήμερα θεριά, τα παλικάρια του, και γρήγορα εξελίσσεται στον πρώτο των πρώτων.
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, διότι όντως περί του Καραΐσκου
πρόκειται, αντικρίζει το φως σαν σήμερα, το 1782(πριν από 238 χρόνια).
Εκτός απ’ τον πατέρα του, δεν
είναι εξακριβωμένος ούτε ο τόπος της γέννησής του.
Ερίζουν η Σκουληκαριά Αρτας
και το Μαυρομμάτι Καρδίτσας.
Γίνεται σαΐνι στον κλεφτοπόλεμο, πλάι στον
πρωτοκαπετάνιο των Αγράφων.
Μετά τον θάνατό του, καταφεύγει στα Γιάννενα, στον
Αλή Πασά, που τρέφει κι αυτός ιδιαίτερη αδυναμία στον μούλο.
Το παρακάτω
περιστατικό είναι εύγλωττο:
Χορεύει κάποτε στα κλαρίνα ο Γιώργης, όταν
εμφανίζονται οι βαστάζοι με το φορείο του Βελή, δευτερότοκου γιου του Αλή.
Τα
όργανα σιγούν πάραυτα, αφού λογίζεται προσβολή να γλεντούν οι ραγιάδες ενώπιον
των αφεντάδων τους.
Δεν πτοείται ο Καραϊσκάκης και γνέφει να συνεχίσουν.