Πέμπτη 18 Αυγούστου 2011

Η Αναψυχή του ... Αδειούχου

Η ά-δεια παράγεται από τον α-δεή (α- στερητικό και δέος): «φόβος».
Ο α-δεής ελευθερώθηκε για ένα μήνα (!) από το φόβο που του προκαλεί το δεινό από το δέος αφεντικό και πορεύεται...
Ο α-δεής α-δειούχος αλάεται πλέον. Περι-θέει : τρέχει στα πέρι(ξ) για να έχει θέα συνολική.
Ικάνει : έρχεται, φθάνει σε μακρινούς Fo-ίκ-ους: οίκ-ους <οίκος = ο τόπος και το σύνολο των εισερχομένων και Fo-ίκ-ος δόμος : το κτίριο>.
Αλάεται μακράν της πατρίδας του, στα Αλή-ια πεδία - έλεγαν οι αρχαίοι - της Λυκίας, της Συρίας, της Αιγύπτου, της Σικελίας...
Σ' αυτές τις χώρες των περιπλανήσεων βρίσκεται σε άλη... θεία, θεϊκή ψάχοντας την «αλή-θεια». Κάποιος αλάστωρ δαίμων τον ωθεί στην περιπλάνησή του αυτή από λιμάνι σε λιμάνι, από τόπο σε τόπο θεωρίης είνεκεν.
Τους αλάστορες <...τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας, τον θυμωμένο Ποσειδώνα...> δεν φοβάται ως α-δεής αδειούχος σε άλη. Ετσι ικάνει, φθάνει <σε λιμένας πρωτοϊδωμένους> και μαθαίνει από τους σοφούς τις αλήθειες που ισχύουν εκεί.
Με τα πολλά... βρίσκει ευρ-ίσκ-ει, (εφ)ευρ-ίσκ-ει τη νέα οδό της αλη-θείας και τη μέθ-οδο που χρειάζεται για να τη διαβεί.
Η μέθ-οδος είναι το μοναδικό εφ-όδιο απ' την είσ-οδο ίσαμε την έξ-οδο.
Χωρίς μέθ-οδο ψάχνει στα τυφλά, ψαύει. [Από το αρχαίο ψαύω: αγγίζω• περιεργάζομαι κάτι με τις άκρες των δακτύλων μου - αόρ. έψαξα - παράγεται το μεσν. ψάχω (με επίθημα -νω)]
«Μην το ψάχνεις», του λένε οι αδαείς. 'Η «τι ψάχνεις να βρεις».
Παρ' όλα αυτά, ψάχνει και βρίσκει αναφωνώντας πότε-πότε το «Εύρηκα-Εύρηκα» που κραύγασε και ο Αρχιμήδης βγαίνοντας από τη θάλασσα των Συρακουσών, όταν βρήκε εκεί την υδροστατική αρχή της άνωσης.
Ετσι η ζωή (!) που «μετριέται» σε μέρες του Ιουλίου στις αμμουδιές και στις κορυφογραμμές με την άνεση του αδέητου: του μηδενός δεόμενου που προσφέρει η άδεια.

                  ΑΝΑΨΥΧΗ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
Η ψυχαγωγία και το ψυχαγωγώ, που σημαίνει ευφραίνω, τέρπω, παράγονται από΄το επίθετο του θεού Ερμή «ψυχαγωγός» [ψυχή+αγωγός (& άγω)], επειδή οδηγούσε τις ψυχές των νεκρών στον Αδη. «Δεν ηξηκρίβωσα -σημειώνει ο Στέφανος Κουμανούδης στη Συναγωγή Νέων Λέξεων, εν Αθήναις, τύποις Π.Δ. Σακελλαρίου, 1900 -το πότε άρχισεν εις την παλαιάν ταύτην λέξιν η νεωτερική σημασία (της τέρψης και της απόλαυσης)...».