Κατά την μυθολογία η Κασταλία φέρεται να είναι ποτάμια Νύμφη. Κόρη του Αχελώου ή κατά άλλη παράδοση του Κηφισού. Σε μια πιθανότερη εκδοχή παρουσιάζεται ότι κρύφτηκε από τον Απόλλωνα σε μια κόγχη του Παρνασσού. Εκεί υπάρχει ακόμα και σήμερα η ομώνυμη πηγή.
Έως τον 3ο αιών. πΧ η πηγή στις υπώρειες της «Υαμπείου Πέτρας» είχε μόνο ένα κρουνό. Στην συνέχεια απόκτησε 7 χάλκινους κρουνούς που πλαισιώνονταν με μαρμάρινη επένδυση ως τη κορυφή του οικοδομήματος. Στις λαξευτές κόγχες τοποθετούσαν οι προσκυνητές τα αναθήματά τους και αφού πρώτα έλουζαν το κεφάλι και τα άκρα τους, πήγαιναν στη συνέχεια στο ναό του Απόλλωνος.
Η Νύμφη που κρατάει καλά την πηγή της ζωής λοιπόν η Κασταλία. Αυτό είχαν κατά νου και οι πρώτοι Μαρουσιώτες. Στα λιγοστά πηγάδια της Αθήνας ο κρουνός στην μικρή κεντρική πλατεία του παλιού Αμαρουσίου ήταν αυτός που έδινε νερό σε όλη την περιοχή. Ξακουστή η πηγή και καθαρό από τα λίγα το νερό της θέλησε να πάρει λίγο από την τέχνη της αρχαίας πηγής της Κασταλίας.
Περίτεχνοι και μαρμάρινοι οι κρουνοί που ξεδιψούσαν, δίνοντας κυριολεκτικά ζωή στο Μαρούσι. Τι άλλο όνομα θα μπορούσε να πάρει η Πλατεία και η βρύση από αυτό της Κασταλίας λοιπόν;
Η περίφημη βρύση της Κασταλίας διατυμπανίζονταν ευρέως από τους ντόπιους νερουλάδες (ένας από αυτούς και ο Σπύρος Λούης). Με πήλινες στάμνες μετέφεραν από εκεί το νερό στα βόρεια και ανατολικά προάστια των Αθηνών.
Εκεί συγκεντρώνονταν κάτοικοι από τις γύρω περιοχές για να κάτσουν στα μικρά καφενεδάκια που ήταν τριγύρω. Έτσι παρέμεινε τόπος συγκέντρωσης αλλά και αγοράς για το Μαρούσι για πολλά χρόνια. Εκεί τερμάτιζαν δε και οι γραμμές των λεωφορείων από την Αθήνα. Ήταν άλλωστε η επίσημη πλατεία της πόλης.